- πυρινόθριξ
- -τριχος, ὁ, ἡ, Ααυτός που έχει κοκκινωπά μαλλιά, ο κοκκινομάλλης.[ΕΤΥΜΟΛ. < πύρινος (Ι) + -θριξ (< θρίξ, τριχός), πρβλ. μελανό-θριξ, πυρρό-θριξ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πυρινότριχα — πυρινόθριξ with fiery hair masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)